- αρτιγραφής
- ἀρτιγραφής, -ές (Α)αυτός που μόλις γράφτηκε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρτιγραφές — ἀρτιγραφής just written masc/fem voc sg ἀρτιγραφής just written neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek